-
1 παρ-ομαρτέω
παρ-ομαρτέω, begleiten, von den VLL. παρακολουϑέω erkl.; Plut. Anton. 26 u. öfter; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ, Luc. Tim. 55.
-
2 συμ-παρ-ομαρτέω
συμ-παρ-ομαρτέω, = συμπαρέπομαι; Xen. Cyr. 7, 5, 84; ἐπί τι, 1, 6, 24 u. Sp., wie Luc. Gall. 9.
-
3 παρομαρτέω
-
4 παρομαρτεω
сопровождать, провожать(ἑκατέρωθεν Plut.)
ἥ γοητεία προηγεῖται καὴ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ Luc. — (у лжеца) обман идет впереди, а бесстыдство (его) сопровождает