Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παρ-οικίζω

См. также в других словарях:

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • παροικίζω — Α 1. βάζω κάποιον να κατοικήσει ως άποικος κοντά σε άλλον, εγκαθιστώ κάποιον ως άποικο 2. παθ. παροικίζομαι εγκαθίσταμαι κάπου κοντά σε άλλον ως άποικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰκίζω (< οἶκος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»