-
1 παρ-οικίζω
παρ-οικίζω, dabei wohnen lassen als Ansiedler, verpflanzen, τινά τινι; Her. 4, 180 im pass., πρὶν ἤ σφι Ἕλληνας παροικισϑῆναι, wie ἔϑνος Ἰονίῳ κόλπῳ παρῳκισμένον, Luc. amor. 6. Im med., πεζὸν κἀμὲ παρῳκίσατο, Callim. ep. 25.
-
2 μετ-οικίζω
μετ-οικίζω, in einen andern Wohnsitz bringen, übersiedeln, eine Colonie wohin führen, Arist. u. Sp. – Med. sich anders wohin begeben, um sich anzusiedeln, Ar. Eccl. 754 u. Sp. – Pass., μετοικισϑῆναι παρ' ἑτέρου πρὸς ἕτερον, Luc. Tim. 21.
-
3 παροικίζω
παρ-οικίζω, dabei wohnen lassen als Ansiedler, verpflanzen
См. также в других словарях:
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
παροικίζω — Α 1. βάζω κάποιον να κατοικήσει ως άποικος κοντά σε άλλον, εγκαθιστώ κάποιον ως άποικο 2. παθ. παροικίζομαι εγκαθίσταμαι κάπου κοντά σε άλλον ως άποικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰκίζω (< οἶκος)] … Dictionary of Greek