-
1 παρ-οίγνῡμι
παρ-οίγνῡμι und παροίγω (s. οἴγνυμι), ein wenig, halb öffnen, Herm. h. Hom. Merc. 152; πύλας παροίξας, Eur. Iph. Aul. 857; σκέψομαι τῃδὶ παροίξας τῆς ϑύρας, Ar. Pax 30, welche Verbindung mit dem gen. Moeris für attisch erklärt; παρεῳγμένης τῆς ϑύρας, B. A. 60 für besser erkl. als παρανεῳγμένης.
-
2 παρ-αν-οίγνῡμι
παρ-αν-οίγνῡμι u. παρ-ανοίγω (s. οἴγνυμι), auf der Seite, ein wenig, nach und nach öffnen; παρανοίξειεν ἄν τις, Dem. 25, 28; ϑύρας, Luc. bis acc. 31; a. Sp., auch übtr., D. Hal. rhet. 10, 13.
-
3 παροίγνῡμι
παρ-οίγνῡμι, ein wenig, halb öffnen -
4 παρανοίγνῡμι
παρ-αν-οίγνῡμι u. παρ-ανοίγω, auf der Seite, ein wenig, nach und nach öffnen -
5 παρανοίγω
παρ-αν-οίγνῡμι u. παρ-ανοίγω, auf der Seite, ein wenig, nach und nach öffnen
См. также в других словарях:
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
παροίγνυμι — και παροίγω Α ανοίγω κάτι στα πλάγια ή ανοίγω λίγο, μισανοίγω («τίς ὁ καλῶν πύλας παροίξας;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἴγνυμι / οἴγω «ανοίγω»] … Dictionary of Greek