-
1 παρεισειμι
См. также в других словарях:
παρείσειμι — Α παρεισέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἴσειμι «έρχομαι, εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek
1 παρεισειμι
παρείσειμι — Α παρεισέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἴσειμι «έρχομαι, εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek