-
1 παρευνάζομαι
παρ-ευνάζομαι: lie beside, Od. 22.37†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρευνάζομαι
См. также в других словарях:
παρευνάζομαι — Α 1. κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον 2. ενεργ. παρευνάζω βάζω κάποιον να κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εὐνάζομαι «κοιμάμαι, ξαπλώνω»] … Dictionary of Greek