-
1 παρ-εξ-ήγημα
παρ-εξ-ήγημα, τό, = Folgdm, Sp.
-
2 παρεξήγησις
παρ-εξ-ήγησις, ἡ, u. παρ-εξ-ήγημα, τό, falsche Auslegung oder Erklärung
См. также в других словарях:
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek