-
1 παρεξελαυνω
(fut. παρεξελάσω - атт. παρεξελῶ; эп. inf. praes. παρεξελάαν; эп. 2 л. sing. aor. conjct. παρεξελάσῃσθα = παρεξελάσῃς; ион. 3 л. sing. ppf. παρεξεληλάκεε) проезжать мимо(τὰς Σειρῆνας Her.; παρά τι Plut.)
π. ἀλλήλοις Plut. — ехать друг другу навстречу
См. также в других словарях:
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek