Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρ-εμ-ποδίζω

См. также в других словарях:

  • παραποδίζω — Α 1. περιπλέκω τα πόδια 2. παρεμποδίζω, δεσμεύω 3. παθ. παραποδίζομαι πέφτω σε πλάνη, εξαπατώμαι («φοβούμενος τοὺς τῶν διαβαλλόντων λόγους, μή πη παραποδισθείη», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ποδίζω «δένω τα πόδια»] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • αναποδίζω — (I) (Α ἀναποδίζω) 1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ 2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη αρχ. μσν. κάνω κάποιον να γυρίσει, να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»