-
1 παρ-εμ-πίπτω
παρ-εμ-πίπτω (s. πίπτω), daneben, dazwischen hineinfallen, dazukommen, παρεμπίπτουσαν τὴν ἀνεπιστημοσύνην Plat. Charm. 173 d u. Folgde; παρεμπεσόντων εἰς τὴν πολιτείαν οὐκ ἐλευϑέρων ἀνϑρώπων, Aesch. 2, 173; εἰς τὰς ὁμιλίας, Clearch. bei Ath. VI, 257 a; u. übh. zufällig dazukommen, Sp.
-
2 παρ-εκ-πίπτω
παρ-εκ-πίπτω (s. πίπτω), heraus u. anderswohin fallen, Plut. plac. phil. 3, 12; sich daneben od. heimlich herausschleichen, entkommen, Sp.; ausfallen, von Wörtern, D. Hal. C. V. c. 25.
-
3 παρ-εις-πίπτω
παρ-εις-πίπτω (s. πίπτω), daneben od. heimlich einfallen, sich heimlich hinein- od. hinzuschleichen; τῶν παρειςάγεσϑαι καὶ παρειςπίπτειν εἰωϑότων εἰς τὰς πολιορκουμένας πόλεις Pol. 1, 18, 3, u. öfter; Plut. Demetr. 7 u. a. Sp.
-
4 παρ-ανα-πίπτω
παρ-ανα-πίπτω (s. πίπτω), daneben zurückfallen, Artemid. 1, 79.
-
5 παραναπίπτω
-
6 παρειςπίπτω
παρ-εις-πίπτω, daneben od. heimlich einfallen, sich heimlich hinein- od. hinzuschleichen -
7 παρεκπίπτω
παρ-εκ-πίπτω, heraus u. anderswohin fallen; sich daneben od. heimlich herausschleichen, entkommen; ausfallen, von Wörtern -
8 παρεμπίπτω
παρ-εμ-πίπτω, daneben, dazwischen hineinfallen, dazukommen; übh. zufällig dazukommen -
9 πέτομαι
Aπέτεαι Anacr.9
: [tense] impf. ἐπετόμην, [dialect] Ep. πετ- Il.5.366, etc.: [tense] fut. , cf. 1126 ( ἀπο-); shortd. πτήσομαι (ἐκ-) Id.V. 208, and always in early Prose, ( ἀνα-) Pl.Lg. 905a, al., Aeschin.3.209, ( ἐπι-) Hdt.7.15 (mostly in compds., but πτήσεσθαι in later Prose, Lib.Or.2.27): [tense] aor. ἐπτόμην, inf.πτέσθαι S.OT17
; elsewh. in compds., ( ἐπι-) Il.4.126, (ἀν-) Antipho Fr.58, etc.; freq. also ἐπτάμην, Il.13.592, E.Hel.18, ( παρ-) Semon.13, (ἐς-) Hdt.9.100; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.πτάτο Il.23.880
, inf. πτάσθαι ( δια-) E.Med.1, part.πτάμενος Il.5.282
, 22.362, etc. (in codd. of Pl. forms of ἐπτόμην in compds. predominate over those from ἐπτάμην; δι-έπτατο is found in codd. of Ar. V. 1086, ἐκ-πτόμενος folld. byκατ-έπτατο Id.Av. 788
sq.; ἀν-επτάμαν is prob. in S.Aj. 693 (lyr.), προς-έπτατο ib. 382); subj. πτῆται for πτᾶται, Il.15.170: also [tense] aor. of act. form ἔπτην, ἔπτης, IG14.2550, Luc. Trag.218,ἔπτη Batr.208
, Nonn.D.2.223, al., Anacreont.22.3 ; opt.πταίης AP5.151
(Mel.); part. , Hdn.Gr.1.532; elsewh. only in compds., (δι-) IG3.1386, (ἐξ-) Hes.Op.98, (ἀν-) S.Ant. 1307, E.Med. 440, ( προς-) A.Pr. 115, ( ὑπερ-) S.Ant. 113 (Trag. only in lyr.): [tense] pf. πέπτηκα only as a coinage in Choerob. in Theod.2.79, elsewh. πεπότημαι (v. ποτάομαι): [tense] aor. [voice] Pass. ( εἰς-), LXX Ps.17(18).10, Ho.9.11 (ἐξ-), Sotion p.186 W., D.S.4.77 (ἐξ-): [tense] fut. [voice] Pass.πετασθήσομαι LXX Hb.1.8
.—The only [tense] pres. in Hom. and [dialect] Att. Prose is πέτομαι; [full] πέταμαι is used by Sapph.Supp.10.8, Simon. 30, Pi.P.8.90, N.6.48, E. Ion 90 (anap.), AP11.208 (Lucill.), and in later Prose, as Arist.IA 709b10, HA 609a14 ( περι-), cf. Moer.p.311 P.; noted as archaic by Luc.Pseudol.29: [tense] aor. imper.πέτασσαι Anacreont. 14.2
; [full] ἵπταμαι (q. v.) is first found in late writers, Mosch.3.43, Babr. 65.4, etc. (mostly in compds., cf. ἐξίπταμαι; ἀφίπτατο in E.IA 1608 is spurious), and is censured by Luc.Lex.25, Sol.7 :— fly, of birds, Il. 12.207, 13.62, Od.2.147, etc.; of bees, gnats, etc., Il.2.89, Hdt.2.95; of a departing spirit,ψυχὴ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει Il.22.362
;ἐκ μελέων θυμὸς πτάτο 23.880
: metaph., of young children, ; also of arrows, javelins, etc., Il.20.99, etc.; ὀλοοίτροχος.. ἀναθρῴσκων π. 13.140 (but ἐκ χειρῶν ἔπτατ' ἐρετμά, τεύχεα fell suddenly.., Od.12.203, 24.534); of any quick motion, dart, rush, of men, Il.13.755, 22.143, etc.; of horses,μάστιξεν δ' ἐλάαν, τὼ δ' οὐκ ἀέκοντε πετέσθην 5.366
, cf. 768, etc.; of chariots, Hes.Sc. 308; of dancers, E.Cyc.71 (lyr.); πέτον fly! i.e. make haste! Ar.Lys. 321; ἔχρην πετομένας ἥκειν πάλαι ib.55 ;πολλοὶ ἥξουσι πετόμενοι Pl.R. 567d
, cf. 467d; πέτονται.. ἐπὶ ταῦτ' ἄκλητοι, of parasites, Antiph.229.II metaph. and proverbial usages:—to be on the wing, flutter, of uncertain hopes, ἐξ ἐλπίδος π. Pi.P.8.90; π. (lyr.); of fickle natures, ; ἐφ' ἕτερον π. Ar.Ec. 899; ὄρνις πετόμενος a bird ever on the wing, Id.Av. 169; πετόμενόν τινα διώκεις 'you are chasing a butterfly', Pl.Euthphr.4a, cf. Arist.Metaph. 1009b38; of fame, fly abroad,πέταται τηλόθεν ὄνυμ' αὐτῶν Pi.N.6.48
.2 c. dat., πτάμενος νοήματι flying in mind, Id.Fr.122.4. (Cf. πίπτω, Skt. pátati 'fly', 'fall', Lat. prae-pes, etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέτομαι
См. также в других словарях:
παραπίπτω — ΝΜΑ πέφτω παράμερα, παραπέφτω, χάνομαι («ἡ ἀκολουθία τοῡ ἁγίου... παραπεσοῡσα οὐχ εὑρίσκετο», Ευστ.) μσν. αρχ. αμαρτάνω αρχ. 1. πέφτω κοντά ή δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («ἐγγὺς δὲ τῶν τειχῶν τὸ σῶμα... παραπεπτωκός», Πλούτ.) 2. έρχομαι… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek