-
1 παρεμπορευομαι
попутно доставлятьτὸ τερπνὸν π. Luc. — побочным образом (т.е. наряду с поучением) доставлять и удовольствие
См. также в других словарях:
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
ανδραποδίζω — ἀνδραποδίζω (Α) (ενεργ, και μέσ.) 1. υποδουλώνω, απάγω άνθρωπο ελεύθερο και τον πουλώ ως δούλο 2. (για ιδιώτη) ασκώ το επάγγελμα του δουλεμπόρου, εμπορεύομαι δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανδράποδον. ΠΑΡ. αρχ. ανδραποδισμός, ανδραποδιστής,… … Dictionary of Greek
παρεμπολώ — άω, Α 1. εισάγω κάτι κρυφά ή με τρόπο ψευδή («παρημπολημένος πολίτης» παρείσακτος, ο ψευδώς εγγεγραμμένος πολίτης, Κωμ. Αδέσπ.) 2. κλείνω μυστική συμφωνία («γάμους παρεμπολῶντι» κοντά στον νόμιμο γάμο συνάπτω και άλλον, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek