-
1 παρεμβολη
ἥ1) вставка, введение(ἑτέρων πραγμάτων, λόγων Polyb.)
2) размещение в боевом порядке Polyb.3) боевой порядок Polyb., NT.4) лагерь, бивуак, стан Polyb., NT.5) ( в борьбе) подножка Plut.6) Polyb. = παρεξειρεσία См. παρεξειρεσια
См. также в других словарях:
εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… … Dictionary of Greek