Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρ-εισάγω

См. также в других словарях:

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • παρεισβάλλω — ΜΑ εισάγω κάτι με επιτήδειο τρόπο ή απροσδόκητα μσν. συμβαίνω εντελώς τυχαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσβάλλω «ρίχνω μέσα, εισάγω»] …   Dictionary of Greek

  • παρεισκρίνω — ΜΑ παρεμβάλλω, εισάγω με επιτηδειότητα λόγους ή απόψεις σε κείμενο κάποιου άλλου αρχ. 1. αυξάνομαι 2. παθ. παρεισκρίνομαι διακρίνομαι, ξεχωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσκρίνω «εγγράφω, εισάγω»] …   Dictionary of Greek

  • παρεισκυκλώ — έω, ΜΑ εισάγω κάτι χωρίς να γίνω αντιληπτός μσν. προβάλλω, δείχνω ενώπιον τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσκυκλῶ «στρέφω κάτι προς τα μέσα, φέρνω, εισάγω»] …   Dictionary of Greek

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… …   Dictionary of Greek

  • ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… …   Dictionary of Greek

  • παραμιξολυδιάζω — Α εισάγω τον μιξολύδιο τρόπο ή τη μιξολυδιστί αρμονία, δηλ. έναν από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους, η δημιουργία τού οποίου αποδίδεται στη Σαπφώ ή στον Πυθαγόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μιξολύδιος «μεμιγμένος με στοιχεία τής… …   Dictionary of Greek

  • παρεγκυκλώ — έω, Α εισάγω («παρεγκυκλεῑν τὸ δόγμα τῶν ἰδεῶν», Πορφύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκυκλῶ «περιστρέφω μέσα σε κάτι, τυλίγομαι, φέρω στη σκηνή»] …   Dictionary of Greek

  • παρεμπολώ — άω, Α 1. εισάγω κάτι κρυφά ή με τρόπο ψευδή («παρημπολημένος πολίτης» παρείσακτος, ο ψευδώς εγγεγραμμένος πολίτης, Κωμ. Αδέσπ.) 2. κλείνω μυστική συμφωνία («γάμους παρεμπολῶντι» κοντά στον νόμιμο γάμο συνάπτω και άλλον, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»