-
1 παρ-ειμένως
παρ-ειμένως, adv. part. perf. pass. von παρίημι, erschlafft, nachlässig, Hesych.
-
2 παρειμένως
παρ-ειμένως, erschlafft, nachlässig
1 παρ-ειμένως
παρ-ειμένως, adv. part. perf. pass. von παρίημι, erschlafft, nachlässig, Hesych.
2 παρειμένως