Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρ-εγ-κόπτω

  • 1 παρ-εγ-κόπτω

    παρ-εγ-κόπτω, einschneiden, Plut. de sanit. tuend. p. 391.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > παρ-εγ-κόπτω

  • 2 παρεγκόπτω

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > παρεγκόπτω

  • 3 κόπος

    κόπος, ου, ὁ
    a state of discomfort or distress, trouble, difficulty, a transferred sense of κόπος=‘beating’ (s. κόπτω; Trag.; pap; Ps 106:12; Sir 22:13; 1 Macc 10:15; ParJer 5:6; Jos., Ant. 2, 257; Just., D. 68, 2) κόπους (κόπον) παρέχειν τινί (cause) trouble (for) someone, bother someone (κόπους παρέχειν τινί PTebt 21, 10 [115 B.C.]; BGU 844, 12; PGissUniv 27, 13f [IIIA.D.]; PGM 14b, 4f; κόπον παρ. τινί Sir 29:4) Mt 26:10; Mk 14:6; Lk 11:7; 18:5; Gal 6:17; Hv 3, 3, 2; AcPlCor 2:34. πολλοὺς κόπους ἠντληκώς after he had endured many hardships Hs 5, 6, 2a (cp. Did.. Gen. 105, 9). W. other terms relating to a peristasis (FDanker, 2 Cor [Augsburg Comm.], ’89, 85–91; 180–86) 2 Cor 6:5 and 11:23; on 10:15 s. 2 below.
    to engage in activity that is burdensome, work, labor, toil (Eur., Aristoph.; SIG 761, 6 [I B.C.]; PAmh 133, 11; POxy 1482, 6; LXX; En; TestIss 3:5; Apc4Esdr Fgm. a; ApcSed 14:2; Jos., Ant. 3, 25; 8, 244; Iren.1, 13, 5 [Harv I 122, 3]; Did., Gen. 104, 7.) sing. κ. τῆς ἀγάπης labor of love, i.e. loving service 1 Th 1:3. W. ἔργα Rv 2:2. W. ἱδρώς B 10:4. W. μόχθος (q.v.) 2 Cor 11:27; 1 Th 2:9; 2 Th 3:8; Hs 5, 6, 2b. ὁ κ. ὑμῶν οὐκ ἔστιν κενός your labor is not in vain 1 Cor 15:58. μήπως εἰς κενὸν γένηται ὁ κ. ἡμῶν that our work may not be fruitless 1 Th 3:5. Fig. of work at harvest time εἰς τὸν κ. τινὸς εἰσέρχεσθαι enter into someone’s labor i.e. reap the rewards of another person’s work J 4:38; τὸν μισθὸν λαμβάνειν κατὰ τὸν κ. receive pay in accordance w. the work done 1 Cor 3:8. ὅπου πλείων κ., πολὺ κέρδος the greater the toil, the richer the gain IPol 1:3.—Pl., of individual acts (En 7:3) 2 Cor 10:15 (6:5 and 11:23 appear to fit best under 1 above); Rv 14:13. Also abstr. for concr. reward for labor (Sir 14:15) Hm 2:4; Hs 9, 24, 2f.—AvHarnack, Κόπος (κοπιᾶν, οἱ κοπιῶντες) im frühchristl. Sprachgebr.: ZNW 27, 1928, 1–10; HKuist, Bibl. Review 16, ’31, 245–49. B. 540.—DELG s.v. κόπτω. M-M. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κόπος

См. также в других словарях:

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • άκοπος — (I) η, ο (Α ἄκοπος, ον) (και άκοβος, η, ο) αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.) 2. όποιος δεν… …   Dictionary of Greek

  • ανακόπτω — (Α ἀνακόπτω) σταματώ, αναχαιτίζω, συγκρατώ αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω, απωθώ, αποκρούω 2. (για πλοία) αλλάζω πορεία, κατεύθυνση 3. κάνω ανακοπή (π. χ. βουλεύματος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κόπτω. ΠΑΡ. ανακοπή νεοελλ. ανακοπτικός] …   Dictionary of Greek

  • εύκοπος — εὔκοπος, ον (Α) αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῡτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.). επίρρ... εὐκόπως (ΑΜ) το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ) εύκολα, με ευκολία το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.… …   Dictionary of Greek

  • κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… …   Dictionary of Greek

  • κομμός — Βλ. λ. κομό. * * * (I) ο (AM κομμός) θρηνητικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας μσν. 1. κόψιμο 2. σφαγή αρχ. χτύπημα, ιδίως τού κεφαλιού και τού στήθους σε θρηνολογία 2. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ κομμοί οι γομφίοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοπ τού κόπτω + …   Dictionary of Greek

  • κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως …   Dictionary of Greek

  • παρατμήγω — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρατέμνω, καταστρέφω» και «παρέτμηξεν ἐξηφάνισεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τμήγω «τέμνω, κόπτω, σχίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»