Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρ-είκω

См. также в других словарях:

  • εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… …   Dictionary of Greek

  • παρείκω — Α 1. υποχωρώ, ενδίδω («ταῡτ ἐπαινεῑς καὶ δοκεῑς παρεικαθεῑν», Σοφ.) 2. επιτρέπω («κατὰ τὸ παρεῑκον τῶν καιρῶν» όσο επιτρέπουν οι περιστάσεις, Πλάτ.) 3. απρόσ. παρείκει επιτρέπεται, είναι δυνατόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἴκω «υποχωρώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»