-
1 παρ-είκω
παρ-είκω, auf die Seite gehen, weichen, nachgeben, erlauben; οἷς περ ἂν ὁ ϑεὸς παρείκῃ, Plat. Theaet. 150 d; ὅσον γ' ἂν δύναμις παρείκῃ, Rep. II, 374 e; Sp., wie Plut. Camill. 27; auch Thuc. 4, 36, κατὰ τὸ ἀεὶ παρεῖκον (v. l. παρῆκον) τοῦ κρημνώδους τῆς νήσου (nach dem Schol. ἐνδιδὸν καὶ ἀνάβασιν παρέχον), wo es vor den Klippen möglich war. – Häufig impers., es steht mir frei, hängt von mir ab, πόλλ' ἂν λέγειν ἔχοιμι πρὸς τὰ τοῦδ' ἔπη, εἴ μοι παρείκοι, Soph. Phil. 1037, wo der Schol. erkl. εἰ καιρὸς ἐπιτρέψειέ μοι; Thuc. ὅπη παρείκοι, 3, 1; καϑόσον παρείκει, soweit es angeht, Plat. Conv. 187 e, vgl. Legg. V, 734 b.
-
2 παρείκω
παρ-είκω, auf die Seite gehen, weichen, nachgeben, erlauben; impers., es steht mir frei, hängt von mir ab; καϑόσον παρείκει, soweit es angeht
См. также в других словарях:
εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… … Dictionary of Greek
παρείκω — Α 1. υποχωρώ, ενδίδω («ταῡτ ἐπαινεῑς καὶ δοκεῑς παρεικαθεῑν», Σοφ.) 2. επιτρέπω («κατὰ τὸ παρεῑκον τῶν καιρῶν» όσο επιτρέπουν οι περιστάσεις, Πλάτ.) 3. απρόσ. παρείκει επιτρέπεται, είναι δυνατόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἴκω «υποχωρώ»] … Dictionary of Greek