Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παρ-αίρεσις

См. также в других словарях:

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

  • αιρεσιάρχης — ο (Α αἱρεσιάρχης) (νεοελλ. μσν.) αρχηγός θρησκευτικής αιρέσεως αρχ. αρχηγός σχολής και ειδικά στη Φιλοσοφία καθώς και στην Ιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἵρεσις + αρχης < ἄρχω ΠΑΡ. μσν. αἱρεσιαρχῶ νεοελλ. αιρεσιαρχία, αιρεσιαρχικός] …   Dictionary of Greek

  • αιρεσιομάχος — αἱρεσιομάχος, ον (Α) αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας αιρέσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἵρεσις + μάχος < μάχομαι. ΠΑΡ. αρχ. αἱρεσιομαχῶ] …   Dictionary of Greek

  • αιρετίζω — αἱρετίζω (AM) εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ και (επεκτ.) αγαπώ 2. παραδέχομαι (Μ) [αἵρεσις] είμαι αιρετικός, ανήκω σε αίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱρετός. ΠΑΡ. αἱρετιστής] …   Dictionary of Greek

  • ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε …   Dictionary of Greek

  • αρχαιρεσία — η (Α ἀρχαιρεσία, η και ἀρχαιρέσια, τα) συνήθ. στον πληθ. 1. η εκλογή αρχόντων 2. η συνέλευση για εκλογή αρχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ * + αίρεσις. ΠΑΡ. αρχ. αρχαιρεσιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ДАВИД ДИСИПАТ — ДИСИПАТ [греч. Ϫαυΐδ, Ϫαβὶδ Ϫισύπατος] († между 1347 и 1354), мон., богослов, сторонник учения свт. Григория Паламы. С. Петридис (см.: Pétridès S. David et Gabriel, hymnographes // EO. 1905. Vol. 8. P. 299) предположил возможность отождествления… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»