-
1 παρ-ασπίζω
παρ-ασπίζω, daneben, dabei, mit dem Schilde in der Hand stehen u. fechten, τινί, Eur. Ion 1528; Plut. Pelop. 18; D. Hal. 3, 19 u. a. Sp. – Uebh. Gefährte sein, ἀδελφὴ ἡ παρασπίζουσ' ὁμοῦ, Eur. Phoen. 1444, vgl. Herc. Fur. 1099.
-
2 παρασπίζω
παρ-ασπίζω, daneben, dabei, mit dem Schilde in der Hand stehen u. fechten. Übh. Gefährte sein -
3 παρασπιζω
1) стоять рядом со щитом, т.е. защищать, помогать в бою(τινί Eur., Plut.)
2) быть помощником, спутником(ἀδελφέ ἥ παρασπίζουσα Eur.)
См. также в других словарях:
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
παρασπίζω — Α 1. φέρω την ασπίδα μου κοντά σε κάποιον 2. μάχομαι κοντά σε κάποιον, στέκομαι κοντά του κατά την μάχη 3. μτφ. («[τόξα] παρασπίζοντ ἐμοῑς βραχίοσι», Ευρ.) 4. (σχετικά με αριθμούς) τοποθετώ ανάμεσα ή στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀσπίς, ίδος … Dictionary of Greek