Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παρ-ασπίζω

См. также в других словарях:

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • παρασπίζω — Α 1. φέρω την ασπίδα μου κοντά σε κάποιον 2. μάχομαι κοντά σε κάποιον, στέκομαι κοντά του κατά την μάχη 3. μτφ. («[τόξα] παρασπίζοντ ἐμοῑς βραχίοσι», Ευρ.) 4. (σχετικά με αριθμούς) τοποθετώ ανάμεσα ή στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀσπίς, ίδος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»