-
1 παρ-απο-λαύω
παρ-απο-λαύω (s. ἀπολαύω), daneben, beiläufig Nutzen od. Schaden haben von Etwas, τινός; Nic. arith. 1; παραπολαῠσαι τῆς μωρίας, Luc. Alex. 45; auch a. Sp.
-
2 παραπολαύω
παρ-απο-λαύω, daneben, beiläufig Nutzen od. Schaden haben von etwas
См. также в других словарях:
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek