-
1 παρ-αγωγή
παρ-αγωγή, ἡ, 1) das Nebenbeiführen, das Abführen vom rechten Wege, die Täuschung; ἀπάτης, Her. 6, 62; τοῦ πράγματος παραγωγή, Dem. 30, 26; παραγωγάς, ἃς οὗτοι ποιήσονται, 23, 219; die Ueberredung durch Bitten, τῆς τῶν ϑεῶν ὑπ' ἀνϑρώπων παραγωγῆς, Plat. Rep. II, 364 d; Sp., οὐ περιπλοκάς, οὐδὲ παραγωγάς, ἀλλ' ἄντικρυς ἔφη, Plut. Fab. Max. 4. – Eine Seitenbewegung der Phalanx, Xen. Lacon. 11, 9; vgl. Pol. 10, 21, 5; aber ποιεῖσϑαι τὴν παραγωγήν von Schiffen = die Landung bewerkstelligen, 8, 7, 4. – Xen. An. 5, 1, 16 scheint es = Fahren am Ufer entlang zu sein. – Hell. 5, 1, 8 ist παραγωγὴ τῶν κωπῶν eine Handhabung der Ruder, um kein Geräusch zu machen. – 2) Abweichung vom rechten Wege, von mundartlichen Verschiedenheiten, οἱ Ἴωνες γλῶσσαν οὐ τὴν αὐτὴν νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων, Her. 1, 142. – Uebertretung, Fehler, αἱ παρὰ ταῦτα ἑκάστοτε παραγωγαὶ γενόμεναι, Plat. Legg. V, 741 d. – 3) bei den Gramm. = Ableitung.
-
2 ἀντι-παρ-αγωγή
ἀντι-παρ-αγωγή, ἡ, der Marsch dem Feinde gegenüber od. zur Seite, Pol. 9, 3; das Gegenausrücken gegen den anrückenden Feind, Pol. 10, 37; Plut. Pyrrh. 21.
-
3 παρ-εις-αγωγή
παρ-εις-αγωγή, ἡ, das Einführen, Sp.
-
4 παρ-εν-εις-αγωγή
παρ-εν-εις-αγωγή, ἡ, das unerwartete Einführen, Sp.
-
5 παρ-εξ-αγωγή
παρ-εξ-αγωγή, ἡ, das daneben Herausführen, Artemid. 5, 13.
-
6 ἀντι-παρ-εξ-αγωγή
ἀντι-παρ-εξ-αγωγή, ἡ, das dagegen Ausrücken, Plut. frg. 1, 5.
-
7 παραγωγή
παρ-αγωγή, ἡ, (1) das Nebenbeiführen, das Abführen vom rechten Wege, die Täuschung; die Überredung durch Bitten. Eine Seitenbewegung der Phalanx; aber ποιεῖσϑαι τὴν παραγωγήν von Schiffen = die Landung bewerkstelligen; Fahren am Ufer entlang; παραγωγὴ τῶν κωπῶν, eine Handhabung der Ruder, um kein Geräusch zu machen; (2) Abweichung vom rechten Wege, von mundartlichen Verschiedenheiten; Übertretung, Fehler; (3) bei den Gramm. = Ableitung -
8 παραγωγη
ἥ1) плавание вдоль берега, каботажная перевозка2) фланговое движение Xen., Polyb.3) высадка на берег(τέν παραγωγέν ποιεῖσθαι Polyb.)
4) скользящее (бесшумное) движение(π. τῶν κωπῶν Xen.)
5) завлеканиеἡ τῆς ἀπάτης π. Her. — хитрый обман
6) увертка, попытка увернуться(π. τοῦ πράγματος Dem.)
; отговорка, оттяжка, уловка(περιπλοκαὴ καὴ παραγωγαί Plut.)
7) отклонение, отступление, нарушениеαἱ παρά τι παραγωγαί Plat. — нарушения (отступления от) чего-л.
8) разновидность, ( о языке) наречие, диалектγλῶσσαν οὐ τέν αὐτέν νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων Her. — (ионийцы) пользуются не одним и тем же языком, а четырьмя видами наречий
9) грам. парагога, слоговое или буквенное приращение в конце слова10) грам. словопроизводство -
9 ἀντιπαραγωγή
ἀντι-παρ-αγωγή, der Marsch dem Feinde gegenüber od. zur Seite; das Gegenausrücken gegen den anrückenden Feind -
10 παρειςαγωγή
παρ-εις-αγωγή, ἡ, das Einführen -
11 παρενειςαγωγή
παρ-εν-εις-αγωγή, ἡ, das unerwartete Einführen -
12 παρεξαγωγή
παρ-εξ-αγωγή, ἡ, das daneben Herausführen -
13 ἀντιπαρεξαγωγή
См. также в других словарях:
άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
ανάγωγος — η, ο (Α ἀνάγωγος, ον) αυτός που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή, αγενής, κακοαναθρεμμένος νεοελλ. (στα Μαθηματικά για κλάσματα) αυτός που δεν επιδέχεται αναγωγή αρχ. 1. κακόγουστος, άσχημος 2. αμαθής, αμόρφωτος 3. έκλυτος, ακόλαστος 4. (για άλογα… … Dictionary of Greek
αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… … Dictionary of Greek