-
1 παρ-ῄορος
παρ-ῄορος ( αἰωρέω), 1) daneben hangend; daher das Handpferd, Il. 16, 471. 474; Hesych. erkl. παράσειρος; vgl. D. Hal. 7, 73. Uebertr. vrbdt Aesch. Ag. 363 ἀχρεῖον καὶ παρῄορον δέμας κεῖται. – 2) daneben ausgestreckt, außerhalb des Weges, Il. 7. 156. – 3) übertr., wahnsinnig, Il. 23, 603, Hesych. erkl. ὁ παραιωρούμενος, ἄφρων; Archil. bei Stob. Flor. 105, 24 vrbdt νόου παρῄορος.
-
2 παρήορος
παρ-ήορος ( ἀείρω): hanging or floating beside; stretched out, sprawling, Il. 7.156; met., flighty, foolish, Il. 23.603; esp. παρήορος ( ἵππος), a third or extra horse, harnessed by the side of the pair drawing the chariot, but not attached to the yoke, and serving to take the place of either of the others in case of need, Il. 16.471, 474. (Plate I. represents the παρήορος in the background as he is led to his place. See also the adj. cut, the first horse.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρήορος
-
3 παρῄορος
-
4 παρηορος
См. также в других словарях:
συνήορος — και δωρ. τ. συνάορος, ον, Α 1. ο στενά συνδεδεμένος με κάποιον 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) ο ή η σύζυγος β) ο αδελφός ή η αδελφή 3. μτφ. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ο σύντροφος («φόρμιγξ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
παρήορος — και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, ον, Α 1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήορος το άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα 2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος … Dictionary of Greek