-
1 παρ-έγ-κλισις
παρ-έγ-κλισις, ἡ, das Seitwärtsbiegen od. -neigen, Plut. C. Graech. 5 u. öfter, u. a. Sp.
-
2 παρ-έκ-κλισις
παρ-έκ-κλισις, ἡ, das Abbiegen, Ausweichen, Sp.
-
3 παρέγκλισις
παρ-έγ-κλισις, ἡ, das Seitwärtsbiegen od. -neigen -
4 παρέκκλισις
παρ-έκ-κλισις, ἡ, das Abbiegen, Ausweichen
См. также в других словарях:
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek