-
1 παρ-έγ-χυσις
παρ-έγ-χυσις, ἡ, das Nebenhineingießen, Sp., bes. Medic.
-
2 παρ-έκ-χυσις
παρ-έκ-χυσις, ἡ, das Ausgießen, bes. Austreten eines Flusses; Pol. bei Ath. VIII, 332 a; Strab. 3, 5, 7 u. Folgde.
-
3 παρέγχυσις
παρ-έγ-χυσις, ἡ, das Nebenhineingießen -
4 παρέκχυσις
παρ-έκ-χυσις, ἡ, das Ausgießen, bes. Austreten eines Flusses
См. также в других словарях:
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek