-
1 παρ-άκτιος
παρ-άκτιος, gew. 3 Endgn, neben oder an dem Gestade, am Ufer gelegen; τὴν παρακτίαν κέλευϑον, Aesch. Prom. 838, wie Soph. frg. 233; λειμῶνες, Ai. 639; παρακτίαν ψάμαϑον, Eur. I. A. 164; sp. D., περιωπή, Agath. 28 (VI, 167).
-
2 παράκτιος
παρ-άκτιος, neben oder an dem Gestade, am Ufer gelegen -
3 παρακτιος
3 и 2прибрежный(κέλευθος Aesch.; λειμῶνες Soph.; ψάμαθος Eur.; περιωπή Anth.)
παράκτιοι δραμεῖσθε Eur. — помчитесь к берегу -
4 Πάν
Πᾱν the god Pan.1Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι P. 3.78
ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδε, σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν fr. 95. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι (sc. Πάν: v. Comment. Stephani in Aristot., Rhet. 1401̆{a} 31, p. 304, 3 Rabe, cf. Comment. Anonymi, p. 148, 30 Rabe) fr. 96. test., Σ Theocrit., 5. 14b: φησὶ δὲ καὶ Πίνδαρος τῶν ἁλιέων αὐτὸν (= Πᾶνα) φροντίζειν i. e. under his cult title Πὰν ἄκτιος fr. 98. Ael. Aristid., 2. 331 Keil: τὸν Πᾶνα, χορευτὴν τελεώτατον θεῶν ὄντα, ὡς Πίνδαρος τε ὑμνεῖ (verba χορευτὰν θεῶν Pindaro tribuit Schr.) fr. 99. Σ Bern. Verg. Georg., 1. 17: Pana Pindarus e Mercurio et Penelopa in Lycaeo monte editum scribit (timpanaro, Stud. Urbin. (1957), pp. 184sqq.: ex Apolline et Penelopa, codd.) fr. 100.
См. также в других словарях:
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
παράκτιος — α, ο / παράκτιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στην ακτή νεοελλ. φρ. α) «παράκτιοι οργανισμοί» βιολ. οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την επίδραση τής παλίρροιας β) «παράκτιος πυρετός» (κτηνιατρ.)… … Dictionary of Greek