-
1 παρωχηκα
pf. к παροίχομαι См. παροιχομαι -
2 παρῴχηκα
παρῴχηκα: see παροιχομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρῴχηκα
-
3 παρώχηκα
παροχέομαιsit beside in a chariot: perf ind act 1st sg -
4 παροιχομαι
(fut. παροιχήσομαι; pf. παρῴχηκα и παροίχωκα, παρῴχημαι и παροίχημαι; ppf. παρῳχήκειν)1) уходить прочь, удаляться Hom.παροιχόμενοι ἄνδρες Pind. — люди, которых уже нет
2) ( о событиях) проходить, миновать(ὀλύμπια παροιχώκεε Her.)
παρῴχηκεν πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων Hom. — прошло больше двух третей ночи;ἥ παροιχομένη νύξ Her. — прошлая ночь;τὰ παροιχόμενα Her., Xen.; — минувшее;грам. ὅ παρῳχημένος (sc. χρόνος) Sext. или τὸ παρῳχηκός — прошедшее время3) отклоняться, отходитьπ. τοῦ νείκους Aesch. — уклоняться от борьбы;
μοίρας π. Eur. — лишиться (своей) судьбы, т.е. прежнего величия; -
5 παροίχομαι
παροίχομαι, [tense] fut.- οιχήσομαι: [tense] pf. παρῴχηκα, [dialect] Ion. παροίχωκα, and in later writers παρῴχημαι, Act.Ap.14.16, J.AJ8.12.3 ; also in X.An. 2.4.1, but withA v.l. παροιχομένων :— to have passed by, παρῴχετο γηθόσυνος κῆρ. he passed on, went on his way, Il.4.272.2 of Time, to be past παροίχωκεν (v.l. παρῴχηκεν)δὲ πλέων νύξ 10.252
; ἡ παροιχομένη νύξ the by-gone night, Hdt.1.209,9.58 ;ὁ π. χρόνος Id.2.14
;Ὀλύμπια παροιχώκεε Id.8.72
; παροιχόμενοι ἀνέρες men of by-gone times, Pi.N. 6.29 (dub.l.);δεῖμα παροιχόμενον Id.I.8(7).12
;τὰ παροιχόμενα κακά X.HG1.4.17
; the past,IG
12.90.15, Hdt.7.120, cf.X. An.2.4.1; also, the aforesaid, Hp.Fract.14 ; τοὔστρακον παροίχεται the danger of ostracism has gone by, Cratin.71.3Gramm., ὁ παρψχημένος [χρόνος] past tense, A.D.Adv.123.17, Plu.2.1081c ; παρῳχημέναι φωναί forms of past tenses, A.D.Synt.272.5.IIto be gone, dead, δείματι with fright, A.Supp. 738 (lyr.) ; ὅσον παροίχη how art thou fallen, E.Med. 995(lyr.).IIIc.gen., shrink from,νείκους τοῦδε A.Supp. 452
; later, neglect,τῶν πραγμάτων BGU288.2
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροίχομαι
См. также в других словарях:
παρώχηκα — παροχέομαι sit beside in a chariot perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)