-
1 παρῳδικός
A burlesque,μέλη D.H.Dem.54
codd. [suff] παρῳδ-ός, όν, ([etym.] ᾠδή) singing indirectly, obscurely hinting, .2 reciter of parodies, IG12(9).189.11,19 (Eretria, iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρῳδικός
-
2 παρῳδέω
A write by way of parody, D.L.4.52, Luc.Cont.14, etc.;π. ἐπί τινι τόδε τὸ ἐλεγεῖον Philostr.VS1.5
;ἅπερ ἐκ τῶν Ἡσιόδου.. Ἠοίων πεπαρῴδηται Ath.8.364b
, cf. Sch.Ar.Pl. 253, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρῳδέω
-
3 παρῳδή
-
4 παρῳδητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρῳδητέον
-
5 παρῳδία
παρῳδ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρῳδία
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский