-
1 παρήλιξ
-
2 παρῆλιξ
-
3 παρηλιξ
-
4 παρῆλιξ
A past one's prime, Plu.Alex.32 : with neut.,παρήλικα παιδικά AP12.228
(Strat.): [comp] Comp.- έστερος Sor.1.15
.II past the age-limit of service, POxy.1257.2 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρῆλιξ
-
5 παρήλιξ
(-ικος) ο, η пожилой человек, пожилая женщина -
6 παρῆλιξ
παρ-ῆλιξ, ὁ, ἡ, abnehmend an Kraft -
7 παρηλίκων
παρη̱λίκων, παρῆλιξpast one's prime: masc /fem gen pl -
8 παρήλικα
παρή̱λικα, παρῆλιξpast one's prime: masc /fem acc sg -
9 παρήλικας
παρή̱λικας, παρῆλιξpast one's prime: masc /fem acc pl -
10 παρήλικες
παρή̱λικες, παρῆλιξpast one's prime: masc /fem nom /voc pl -
11 παρήλικι
παρή̱λικι, παρῆλιξpast one's prime: masc /fem dat sg -
12 παρήλικος
παρή̱λικος, παρῆλιξpast one's prime: masc /fem gen sg -
13 παρήλιξιν
παρή̱λιξιν, παρῆλιξpast one's prime: masc /fem dat pl (epic)
См. также в других словарях:
παρῆλιξ — past one s prime masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
παρήλικος — και παρήλικας, θηλ. παρήλικη / παρῆλιξ, ικος, ΝΑ αυτός που έχει περάσει την ακμή τής ηλικίας του, τής νιότης του, και βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, ο ηλικιωμένος αρχ. αυτός που έχει συμπληρώσει τα χρόνια υπηρεσίας του σέ μια θέση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
παρηλίκων — παρη̱λίκων , παρῆλιξ past one s prime masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήλικα — παρή̱λικα , παρῆλιξ past one s prime masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήλικας — παρή̱λικας , παρῆλιξ past one s prime masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήλικες — παρή̱λικες , παρῆλιξ past one s prime masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήλικι — παρή̱λικι , παρῆλιξ past one s prime masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήλικος — παρή̱λικος , παρῆλιξ past one s prime masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήλιξιν — παρή̱λιξιν , παρῆλιξ past one s prime masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)