-
1 παρωας
-
2 παρώας
-
3 παρώας
-
4 παρῴας
-
5 παρώας
-
6 παρώας
παρώας, ὁ, eine dem Asklepios heilige Schlange. Auch ein Pferd von der Farbe dieser Schlange -
7 παρωός
-
8 παρείας
-
9 μαλοπάραυος
μᾱλοπάραυος [πᾰ], ον, [dialect] Aeol. for μηλοπάρειος, Theoc.26.1; [full] μαλλοπάραυος· λευκοπάρειος, Hsch.:—but acc. sg. [full] μαλοπαρούαν and [full] μαλοπαραύαν, of a mare,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλοπάραυος
-
10 παρείας
A reddish-brown snake, sacred to Asclepius, Cratin.225 (pl.), Ar.Pl. 690, D.18.260 (pl.) ; π. alone, Hyp.Fr.80, Thphr.Char.16.4 ; ὁ παρείας ἢ παρούας,II [full] παρώας ἵππος a chestnut horse (μεταξὺ τεφροῦ καὶ πυρροῦ Phot.
),αἱ παρῶαἱ ἵπποι Arist.HA 630a29
: fem. [full] παρόα, PPetr. 3p.159 (cf. p.xviii) ; [full] παραύα, ibid.; [full] παρούα, ib.2p.117 (iii B.C.); cf. μαλοπάραυος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρείας
См. также в других словарях:
παρώας — ὁ, θηλ. παρώα και παρόα και παρούα ἡ, Α (για ίππο) καστανός («τὸ δὲ χρῶμα ἔχει μέσον τι τεφροῡ καὶ πυρροῡ, οὐχ οἶον αἱ παρῶαι ἵπποι καλούμενοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρῶα, όπως επίσης και οι αιτ. παρόαν, παρούαν και παραύαν, που μαρτυρούνται … Dictionary of Greek
παρῴας — παρῴᾱς , παρῴα hem fem acc pl παρῴᾱς , παρῴα hem fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρείας — και παρούας και πάρωος, ὁ Α 1. ο πορείας όφις, σταχτοκόκκινο ιερό φίδι τού Ασκληπιού 2. (ενν. ίππος) καστανόχρωμο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειαί. Το ερπετό ονομάστηκε έτσι λόγω τής μεγάλης γνάθου του. Ο τ. παρούας έχει προέλθει από επίδραση τής λ.… … Dictionary of Greek
παρειά — η, ΝΜΑ, και παρεά και αιολ. τ. παραύα 1. το μέρος τού προσώπου μεταξύ κροτάφου, ματιού, μύτης, στόματος, σαγονιού και αφτιού, το μάγουλο 2. ναυτ. η μάσκα τού πλοίου αρχ. 1. τα πλάγια τής περικεφαλαίας που καλύπτουν τα αφτιά και τα πλάγια τού… … Dictionary of Greek
παρούα — ή Α βλ. παρώας … Dictionary of Greek
παρόα — και παρούα και παραύα, ἡ, Α πάπ. (θηλ. τού παρειάς ή πάρωος ή παρώας ή παρούας), η καστανόχρωμη φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παρῶαι] … Dictionary of Greek