Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παρόραμα

См. также в других словарях:

  • παρόραμα — oversight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόραμα — το, ΝΜΑ [παρορώ] λάθος από αβλεψία, από έλλειψη προσοχής, αβλέπτημα νεοελλ. λάθος τυπογραφικό ή σφάλμα κατά τη δακτυλογράφηση κειμένου («διορθώσεις παροραμάτων») μσν. κάτι που αξίζει να τό παραβλέπει, να τό περιφρονεί κανείς μσν. αρχ. 1. κάτι που …   Dictionary of Greek

  • παρόραμα — το, ατος λάθος από αβλεψία, παρατύπωμα, αβλεψία: Στη δεύτερη έκδοση διορθώθηκαν τα παροράματα του βιβλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροραμάτων — παρόραμα oversight neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράμασι — παρόραμα oversight neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράμασιν — παρόραμα oversight neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράματα — παρόραμα oversight neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράματι — παρόραμα oversight neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράματος — παρόραμα oversight neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAINAN — I. CAINAN δδ´τερος a B. Luca inter Arphaxad et Sala insertus c. 3. v. 37. ac si Sala non fuerat ARphaxadi filius, sed nepos ex Cainan. Sunt qui Euangelistam hîc sequi volunt 70. Interpret. apud quos idem legas. Putant igitur, eum in re non magni… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αβλέπτημα — το (Α ἀβλέπτημα) [ἀβλεπτῶ] παρόραμα, σφάλμα που οφείλεται σε απροσεξία ή παραδρομή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»