-
1 παρεπομαι
1) следовать, сопровождать(τινι Xen., Plat.)
2) (внимательно) следить(π. τε καὴ συσκοπεῖν τὸν λόγον Plat.)
3) следовать, проистекать(τὰ παρεπόμενα τῷ πολέμῳ κακά Polyb.)
τὸ παρεπόμενον Arst. — (логическое) следствие -
2 παρέπομαι
αμετ. следовать, вытекать (из чего-л.);εκ τούτου παρέπεται — из этого следует, из этого вытекает
-
3 συμπαρεπομαι
сопровождать, сопутствовать(τινι Xen., Plat.; αἱ συμπαρεπόμεναι ὀσμαί Arst.)
См. также в других словарях:
παρέπομαι — ΝΑ [έπομαι] 1. ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω, συντροφεύω 2. έρχομαι πίσω από κάποιον, τόν παρακολουθώ 3. έρχομαι ως φυσική συνέπεια κάποιου 4. (λογ.) (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) το παρεπόμενο η συνέπεια, επακόλουθο, αποτέλεσμα 5. φρ. «τα… … Dictionary of Greek
παρεπομένων — παρέπομαι accompany pres part mp fem gen pl παρέπομαι accompany pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπόμενον — παρέπομαι accompany pres part mp masc acc sg παρέπομαι accompany pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέποντι — παρέπομαι accompany pres ind act 3rd pl (epic doric) παρέπομαι accompany pres part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρειπόμην — παρέπομαι accompany imperf ind mp 1st sg παρεῖπον talk over aor ind mid 1st sg παρεῖπον talk over aor ind mid 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπομέναις — παρέπομαι accompany pres part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπομένη — παρέπομαι accompany pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπομένην — παρέπομαι accompany pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπομένης — παρέπομαι accompany pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπομένοις — παρέπομαι accompany pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπομένου — παρέπομαι accompany pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)