Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παράκρημνος

См. также в других словарях:

  • παράκρημνος — steep at the side masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκρημνος — ον, Α 1. (για χείλος γκρεμού) κρημνώδης στα πλάγια, απότομος 2. (γενικά) απόκρημνος («πρὸς χωρία πετρώδη και παράκρημνα», Πλούτ.) 3. (για ποτάμι) αυτός που έχει κρημνώδεις όχθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κρημνός (πρβλ. από κρημνος, κατά κρημνος)] …   Dictionary of Greek

  • παράκρημνον — παράκρημνος steep at the side masc/fem acc sg παράκρημνος steep at the side neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακρήμνου — παράκρημνος steep at the side masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακρήμνους — παράκρημνος steep at the side masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακρήμνων — παράκρημνος steep at the side masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκρημνα — παράκρημνος steep at the side neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»