-
1 παράδεισος
παράδεισος, ὁ, Thiergarten, Park, persisches Wort; παραδείσους μεστοὺς δένδρων καὶ ϑηρίων, Xen. Hell. 4, 1, 15, vgl. Cyr. 1, 4, 11 Oec. 4, 20; Clearch. bei Ath. XII, 515 e u. A. – Das Paradies, LXX u. N. T.
-
2 παράδεισος
παράδεισος, ὁ, Tiergarten, Park, persisches Wort. Das Paradies -
3 δασύς
δασύς, εῖα, ὑ, dicht, rauch; verwandt das Latein. densus. Bei Homer δασὐς zweimal, in einer und derselben Stelle, Odyss. 14, 49. 51 εἷσεν δ' εἰσαγαγών, ῥῶπας δ' ὑπέχευε δασείας, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα ἰονϑάδος ἀγρίου αἲγός, αὐτοῠ ἐνεύναιον, μέγα καί δασύ. Vgl. das Compositum δασὐμαλλος Odyss. 9, 435. – Bei den Folgenden heißt δασὐς: – 1) dichtbehaart; μασχάλαι λόχμης δασὐτεραι Ar. Eccl. 61; γέῥῥα δασειῶν βοῶν u. βοῶν δασέα, von rauchen, d. i. rohen Fellen, Xen. An. 4, 7, 22. 5, 4, 12; χειρῐδες Cyr. 8, 8, 17; τὰ σώματα δασεῖς Arr. Ind. 24; bärtig, Strat. 12 (XII, 26); δασεῖς καὶ προβεβηκότες entgeggstzt den νεώτεροι Buto Stob. flor. 6, 29; Ggstz λεῐος, Eubul. Ath. X, 449 e (v. 2). – Auch ἱμάτιον, Philem. bei D. L. 6, 87. – 2) mit Bäumen dicht bewachsen, γῆ δασέη ὕλῃ παντοίῃ Her. 4, 21; vgl. 191; χωρίον δασύ Thuc. 4, 29, = ὑλῶδες; öfter Xen., χωρίον δασὺ πίτυσι, ποταμὸς δασὺς δέν, δρεσι, An. 4, 7, 6. 8, 2; παράδεισος δασὺς παντοίων δένδρων 2, 4, 14; Folgde; τὰ δασέα, dichtes Gebüsch, 4, 7, 7 u. öfter. Aehnl. στέφανος Plat. Conv. 212 e. Von Wolken Diod. 3, 44. – 3) πνεῦμα δασύ, spiritus asper, Gramm.; auch δασεῖα προσῳδία, vgl. Ath. IX, 398 a; τὰ δασέα, aspiratae: φ, χ, ϑ. – Adv., δασέως ἔχειν Arist. physiogn. 6, 39.
См. также в других словарях:
παράδεισος — enclosed park masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράδεισος — ο 1. (θρησκ.), κήπος όπου ο Θεός τοποθέτησε τους πρωτοπλάστους: Στο μέσο του Παραδείσου ήταν το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. 2. τόπος διαμονής των δικαίων μετά θάνατο: Μονάχος του κανείς ούτε στο Παράδεισο δεν κάνει. 3. μτφ., τόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράδεισος — I Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο τόπος της τέλειας μακαριότητας, όπου θα παραμείνουν αιώνια οι δίκαιοι μετά τον θάνατό τους. Η λέξη, που έχει περσική προέλευση, σημαίνει κήπος, και εμφανίζεται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα,… … Dictionary of Greek
παραδείσω — παράδεισος enclosed park masc nom/voc/acc dual παράδεισος enclosed park masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПАРАДИС — • Παράδεισος, paradisus, имя больших парков и зверинцев восточных владетелей, особенно персидских сатрапов; эти парки, окруженные рвами, были богаты зверями для охоты, разными сортами деревьев, между которыми протекали ручьи. Очень… … Реальный словарь классических древностей
παραδείσοις — παράδεισος enclosed park masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδείσου — παράδεισος enclosed park masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδείσους — παράδεισος enclosed park masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδείσων — παράδεισος enclosed park masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδείσῳ — παράδεισος enclosed park masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράδεισε — παράδεισος enclosed park masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)