-
101 παρα-πλευρόω
παρα-πλευρόω, die Seiten eines Schiffs machen, Philostr.
-
102 παρα-πλευρίδια
παρα-πλευρίδια, τά, die Bedeckung der Seiten an den Streitrossen, Xen. Cyr. 6, 4, 1; vgl. Poll. 2, 167.
-
103 παρα-πλεύριος
παρα-πλεύριος, = Folgdm, Tzetz.
-
104 παρα-ποιέω
παρα-ποιέω, verändern, Arist. rhet. 3, 11; gew. = Etwas schlecht machen, verderben, verfälschen, πολλὰ τοῦ Ξάνϑου παραπεποίηκεν ὁ.Στησίχορος Ath. XII, 513 a, u. a. Sp.; u. so im med., παραποιησάμενος σφραγῖδα, Thuc. 1, 132, das Siegel nachmachen, μέτρα καὶ σταϑμά, verfälschen, D. Sic. 1, 78 u. Sp.; übh. nachmachen, nachbilden, Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 158.
-
105 παρα-πλαγιασμός
παρα-πλαγιασμός, ὁ, ein Fechterstreich, zw.
-
106 παρα-πλαγιάζω
παρα-πλαγιάζω, an der Seite schräg machen, VLL. u. LXX. Vgl. Schol. Od. 5, 440.
-
107 παρα-ποδισμός
παρα-ποδισμός, ὁ, Verwicklung, Hinderung, Galen. u. a. Sp.
-
108 παρα-πηδάω
παρα-πηδάω, daneben-, vorüberspringen, Sp.; übertr., τοὺς νόμους, übertreten, Aesch. 3, 192; – anspringen, von Hunden, Xen. Cyn. 6, 22; – wie παρέρχεσϑαι, auf die Rednerbühne springen, S. Emp. adv. eth. 53.
-
109 παρα-πλανάω
παρα-πλανάω, = Vorigem, Schol. Aesch. Eum. 104 u. Sp.; auch intrans., Schol. Ar. Eq. 806.
-
110 παρα-ποδίζω
παρα-ποδίζω, die Füße verstricken, übh. verwickeln, hindern; φοβούμενος, μή πη παραποδισϑείη, Plat. Ep. VII, 330 b; μὴ παραποδισϑῶμεν, Legg. II, 652 b, täuschen, wie Poll. erkl. παρατραπῶμεν, ἐξαπατηϑῶμεν; Pol. παραποδίζειν τὴν τῶν ὅπλων χρείαν, 2, 28, 8; παραποδίζεσϑαι πρὸς τὰς χρείας, S. Emp. adv. gramm. 193.
-
111 παρα-πληρωματικός
παρα-πληρωματικός, ή, όν, zur Ausfüllung dienend, σύνδεσμοι, particulae expletivae, Gramm. u. Scholl., auch adv.
-
112 παρα-πληρόω
παρα-πληρόω, daneben anfüllen, intrans. bei den Gramm., überflüssig sein, Schol. Mosq. Il. 24, 42.
-
113 παρα-πλησιάζω
παρα-πλησιάζω, nahe sein, benachbart sein, Sp. Auch wie das simpl. beiwohnen, Arist. H. A. 10, 3, 1.
-
114 παρα-πηλωτός
παρα-πηλωτός, mit Koth, Lehm beschmiert, Geop.
-
115 παρα-πληκτικός
παρα-πληκτικός, ή, όν, an einer Seite, an einem Theile des Leibes vom Schlage gerührt und gelähmt, Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.
-
116 παρα-πληγικός
παρα-πληγικός, ion. = παραπληκτικός, Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.
-
117 παρα-πληγία
παρα-πληγία, ἡ, ion. = παραπληξία, Lob. Phryn. 530.
-
118 παρα-πλοκή
παρα-πλοκή, ἡ, das Einflechten, die Einmischung, bes. von Fremdartigem, Sext. Emp. adv. gramm. 94, auch χυμῶν, pyrrh. 1, 102; oft Rhett.
-
119 παρα-πληξία
παρα-πληξία, ἡ, Lähmung einer Seite, eines Gliedes, des Leibes durch den Schlagfluß, Medic. – Uebertr., Verstandesverrückung, Wahnsinn, VLL. erkl. μανία, LXX. u. a. Sp.
-
120 παρα-πλάσσω
παρα-πλάσσω (s. πλάσσω), umbilden, in eine andere, bes. schlechtere Form bringen, Sp., bes. Gramm., παραπλασόμεϑα S. Emp. adv. gramm. 208; pass. eine andere Form annehmen; – anbilden, andichten, Sp. Davon
См. также в других словарях:
παρά — beside indeclform (prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρα — παρά beside indeclform (prep) πά̱ρᾱ , πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω. Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρά ποδί — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ τοῑς ποσί» … Dictionary of Greek
παρα-αμινο-βενζοϊκός — ή, ό φρ. «παρα αμινο βενζοϊκό οξύ» (βιοχ. φυσιολ.) όξινο αμινοπαράγωγο που σχηματίζεται από π τολουιδίνη κατά την οξείδωση, αφού η αμινομάδα προστατευθεί με ακετυλίωση, και το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αζωχρωμάτων … Dictionary of Greek
παρα-αμινοσαλικυλικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοσαλικυλικό οξύ» (φαρμ.) οργανική αρωματική ένωση, χημειοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το ισονιαζίθιο ή με τη στρεπτομυκίνη στη θεραπεία τής φυματίωσης … Dictionary of Greek
παρα-αμινοϊππουρικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοϊππουρικό οξύ» ιατρ. αμινικό παράγωγο τού ιππουρικού οξέος που χρησιμοποιείται στη λειτουργική έρευνα τών νεφρών για τη μέτρηση τής ποσότητας τού πλάσματος τού αίματος που διέρχεται από τους νεφρούς σε ένα λεπτό … Dictionary of Greek
Παρὰ κωφῶ ἀποπέρδειν. — См. Не шепчи глухому, не мигай слепому … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παρά χείρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ χεῑρα, ἐν χερσί» … Dictionary of Greek