-
1 παρθενοπιπης
-
2 παρθενοπίπης
παρθενοπί̱πης, παρθενοπίπηςone who ogles maidens: masc nom sg -
3 παρθενοπίπης
A one who ogles maidens, seducer, Il.11.385.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρθενοπίπης
-
4 παρθενοπίπης
παρθεν - οπίπης, voc. - ῖπα ( ὀπιπτεύω): ogler of girls, Il. 11.385†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρθενοπίπης
-
5 παρθενοπίπης
παρθεν-οπίπης, ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt -
6 παρθενοπίπα
παρθενοπίπηςone who ogles maidens: masc voc sgπαρθενοπίπηςone who ogles maidens: masc nom sg (epic) -
7 παρθενοπῖπα
παρθενοπίπηςone who ogles maidens: masc voc sgπαρθενοπίπηςone who ogles maidens: masc nom sg (epic) -
8 παρθενοπίπα
παρθενοπί̱πᾱ, παρθενοπίπηςone who ogles maidens: masc nom /voc /acc dualπαρθενοπί̱πᾱ, παρθενοπίπηςone who ogles maidens: masc gen sg (doric aeolic) -
9 παρθενοπίπας
παρθενοπί̱πᾱς, παρθενοπίπηςone who ogles maidens: masc acc plπαρθενοπί̱πᾱς, παρθενοπίπηςone who ogles maidens: masc nom sg (epic doric aeolic) -
10 παιδ-οπιπης
παιδ-οπιπης, ὁ, nach Knaben gaffend, = παιδεραστής, Alexis bei Ath. XIII, 563 e. Vgl. παρϑενοπίπης.
-
11 οἰν-οπίπης
οἰν-οπίπης, ὁ, nach Wein gaffend, lüstern nach Wein (vgl. παρϑενοπίπης), alte v. l. Ar. Thesm. 393, wo jetzt οἰνοπότιδες steht; es ist nicht mit Suid. von πιπίζω abzuleiten.
-
12 παρθενοπίπαν
παρθενοπί̱πᾱν, παρθενοπίπηςone who ogles maidens: masc acc sg (epic doric aeolic) -
13 παρθενοπίπην
παρθενοπί̱πην, παρθενοπίπηςone who ogles maidens: masc acc sg (attic epic ionic) -
14 ὀπιπευτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀπιπευτήρ
-
15 ὀπιπᾶ
ὀπιπᾶ· ἐξαπατᾶ, ἀπαταιῶν, Hsch. ; i. e. ὀπιπᾷ· ἐξαπατᾷ, and ὀπῖπα· ἀπατεών (cf. γυναικοπίπης, παρθενοπίπης, παιδοπίπης, πυρροπίπης). -
16 ὀπιπτεύω
ὀπιπτεύω and ὀπιπεύω (root ὀπ), aor. part. - εύσᾶς: peer after, watch (timorously, or in lurking for one), Il. 4.371, Il. 7.243 ; γυναῖκας, ogle, Od. 19.67 (cf. παρθενοπίπης).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀπιπτεύω
См. также в других словарях:
παρθενοπίπης — παρθενοπί̱πης , παρθενοπίπης one who ogles maidens masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενοπίπης — ου, ό Α 1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες 2. αυτός που αποπλανεί παρθένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + *οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικ οπίπης] … Dictionary of Greek
παρθενοπῖπα — παρθενοπίπης one who ogles maidens masc voc sg παρθενοπίπης one who ogles maidens masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοπίπης — οἰνοπίπης, ὁ (Α) (κωμ. λ. που σχηματίστηκε κατά τα γυναικοπίπης, παιδοπίπης, παρθενοπίπης) αυτός που στρέφει τα βλέμματα, που χάσκει στη θέα τού κρασιού, αυτός που επιθυμεί πολύ το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + οπίπης (< ὀπιπεύω «παρακολουθώ,… … Dictionary of Greek
παρθενοπίπα — παρθενοπί̱πᾱ , παρθενοπίπης one who ogles maidens masc nom/voc/acc dual παρθενοπί̱πᾱ , παρθενοπίπης one who ogles maidens masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενοπίπας — παρθενοπί̱πᾱς , παρθενοπίπης one who ogles maidens masc acc pl παρθενοπί̱πᾱς , παρθενοπίπης one who ogles maidens masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρενοπίπης — ἀρρενοπίπης, ο (Μ) αυτός που κοιτάζει λάγνα τα αγόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + *οπιπή > οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. γυναικοπίπης, παρθενοπίπης)] … Dictionary of Greek
γυναικοπίπης — γυναικοπίπης, ο (Μ) αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο γυναικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + πιθ. *οπιπή < αρχ. οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. αρρενοπίπης, παρθενοπίπης)] … Dictionary of Greek
οπιπευτήρ — ὀπιπευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής, παρατηρητής («ἑζόμενοι στοιχηδὸν ὀπιπευτῆρες ἀγῶνος», Νόνν.) 2. παρθενοπίπης* («ἄνδρας μὲν μάχλους και οπιπευτῆρας ἔτευξαν», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπιπεύω «παρακολουθώ, κοιτάζω επίμονα» + … Dictionary of Greek
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek
παρθενοπίπαν — παρθενοπί̱πᾱν , παρθενοπίπης one who ogles maidens masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)