Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρϑενεύομαι

См. также в других словарях:

  • παρθενεύω — ΜΑ [παρθένος] 1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῑν μεγίστου;» Αισχύλ.) 2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια αρχ. 1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, τής δίνω… …   Dictionary of Greek

  • στεριφεύομαι — Α [στέριφος (II)] 1. είμαι στείρος, άγονος 2. (κατά τον Ησύχ.) «παρθενεύομαι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»