Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παρό

См. также в других словарях:

  • πάρο — Α αιολ. τ. αντί πάρεστι, όπως ἐνὸ αντί ἔνεστι, ἐξὸ αντί ἔξεστι κ.ά …   Dictionary of Greek

  • παρό — Α 1. (αντί παρ ὅ, δι ὅ) ένεκα τούτου, όθεν 2. (με συγκριτική σημ.) παρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. παρ ὅ < παρ(α) * + ουδ. τής αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (πρβλ. καθό)] …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • отъ — ОТ|Ъ 2 (1*), А с. Название буквы славянского алфавита, ѡ: ‹и начатъ прiзывати сꙊщимъ› ѿ алфы и послѣдьствѹюще даже и до ѡта, повелѣ своимъ болѧромъ тако же творитi по ѡбразѹ томѹ и написати во˫а всѧ. (τοῦ ω) ГА XIV1, 25а. ОТЪ 3 (1*) част. указат …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων …   Dictionary of Greek

  • Πάριο Χρονικό ή Πάρια Μάρμαρα — Αρχαία ελληνική επιγραφή, που βρέθηκε στην Πάρο και αποτελεί χρονολογικό πίνακα διαφόρων γεγονότων κατά το διάστημα 1.318 ετών της ελληνικής ιστορίας, από το 1581 80 π.Χ., εποχή του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα, έως το 263 262 π.Χ., έτος… …   Dictionary of Greek

  • паче — (2880) нар. и предл. I. Нар. 1.Больше, сильнее; более чем: ‹г҃и по›милуи мѧ грѣшънаго раба своего стефана ‹грѣшив›шаго паче вьсѣхъ человѣкъ словъмъ или дѣ(л)мъ и помышле‹ниѥмь›. Надп (В.) № 325, 1074–1094; Н‹е ли›шисѧ жены мѹдры ‹и бл›агы.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»