-
1 παρόρνυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρόρνυμι
-
2 παρόρνῡμι
παρ-όρνῡμι, dabei erregen, ermuntern -
3 παρα-όρνῡμι
παρα-όρνῡμι, s. παρόρνῡμι.
См. также в других словарях:
παρόρνυμι — Α παροτρύνω, παρακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄρνυμι «κινώ, εξεγείρω»] … Dictionary of Greek