-
1 παρωραϊσμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρωραϊσμός
См. также в других словарях:
παρωραϊσμός — ο, Μ το παράκαιρο, το να γίνεται κάτι παράκαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρωρος + κατάλ. (α)ϊσμός] … Dictionary of Greek
1 παρωραϊσμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρωραϊσμός
παρωραϊσμός — ο, Μ το παράκαιρο, το να γίνεται κάτι παράκαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρωρος + κατάλ. (α)ϊσμός] … Dictionary of Greek