-
1 παρωνυμέω
A = παρωνυμιάζω, Eust.84.28 ([voice] Pass.), etc.2 intr., to be of like signification with, τινι Ph.1.486, 2.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρωνυμέω
-
2 παρωνύμησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρωνύμησις
-
3 παρωνυμία
παρωνῠμ-ία, ἡ,A by-name, nickname, Plu. 2.401a,421e ; punning perversion of words, ib.853b (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρωνυμία
-
4 παρωνυμιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρωνυμιάζω
-
5 παρωνυμίασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρωνυμίασμα
-
6 παρωνύμιος
παρωνῠμ-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρωνύμιος
-
7 παρώνυμος
παρώνῠμ-ος, ον,A formed by a slight change, derivative, Φοίβης ὄνομ' ἔχει παρώνυμον (sc. Φοῖβος) A.Eu.8, cf. Arist.Cat. 1a12. Adv.-μως, λέγεσθαι ἀπό τινος Id.Top. 109b5
; ὁ θρασὺς παρὰ τὸ θράσος λέγεται π. Id.EE 1228a36.II Subst. παρώνυμον, τό, by-name, Pherecyd.25 (a) J.2 = παρωνύμιος 11.2, Plu.Dem.4; = Lat. agnomen, Dosith.p.390 K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρώνυμος
См. также в других словарях:
καυσοπολίτης — καυσοπολίτης, ὁ (Μ) (ως παρωνύμ. υβριστικό τής φατρίας τών Πρασίνων) αυτός που καίει την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ τού καίω (πρβλ. καύσ η, ε καυσ α) + πολίτης] … Dictionary of Greek