-
1 παρωνυχια
См. также в других словарях:
παρωνυχία — παρωνυχίᾱ , παρωνυχία whitlow fem nom/voc/acc dual παρωνυχίᾱ , παρωνυχία whitlow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η … Dictionary of Greek
παρωνυχίας — παρωνυχίᾱς , παρωνυχία whitlow fem acc pl παρωνυχίᾱς , παρωνυχία whitlow fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυχίαι — παρωνυχίᾱͅ , παρωνυχία whitlow fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυχίαν — παρωνυχίᾱν , παρωνυχία whitlow fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυχιῶν — παρωνυχία whitlow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυχίαις — παρωνυχία whitlow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυχίης — παρωνυχία whitlow fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
paroniquia — (Del gr. paronykhion < para, junto a + onux, uña.) ► sustantivo femenino MEDICINA Inflamación con formación de pus en un dedo, en general en la primera falange. SINÓNIMO panadizo * * * paroniquia (del lat. «paronychĭa», del gr. «parōnychía») f … Enciclopedia Universal
ονυχία — η 1. ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τής κοίτης τού νυχιού ή τού δέρματος γύρω από το νύχι (α. «υπονύχια ονυχία» φλεγμονή τής κοίτης τού νυχιού β. «περιονύχια ονυχία» ή «παρωνυχία» φλεγμονή τού δέρματος γύρω από το νύχι) 2. ζωολ. γένος δεκάποδων… … Dictionary of Greek
παρωνυχίδα — και παρανυχίδα, η / παρωνυχίς, ίδος, ΝΜΑ 1. μικρή ακίδα στην άκρη του νυχιού ή γύρω από το νύχι 2. ασήμαντο γεγονός, ασήμαντη, αμελητέα πλευρά ενός θέματος νεοελλ. το φυτό παρωνυχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωνυχίς (< ὄνυξ, υχος). Το ω τού τ … Dictionary of Greek