Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παρτέρι

См. также в других словарях:

  • παρτέρι — το τμήμα κήπου, γενικά επίπεδο, σε διάφορα γεωμετρικά σχήματα, το οποίο περιλαμβάνει χαμηλά φυτά, άνθη, χλοοτάπητα ή υδάτινη επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parterre < γαλλ. par terre «πάνω στη γη» < γαλλ. par (< λατ. per) + γαλλ. terre… …   Dictionary of Greek

  • παρτέρι — το (λ. γαλλ.), φυτεμένο τμήμα κήπου, αλλιώς πρασιά, βραγιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθοστοιχία — η σειρά, μπορντούρα ανθοφόρων φυτών ή θάμνων που περιβάλλει τις πρασιές των κήπων, παρτέρι, αλτάνα …   Dictionary of Greek

  • βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… …   Dictionary of Greek

  • πρασιά — (allium). Με την ονομασία αυτή (λέγεται και αγριοπρασιά), χαρακτηρίζονται 3 φυτά. Το 1ο, που επιστημονικά ονομάζεται άλλιο το μέλαν ανήκει στην οικογένεια των λειλιδών. Είναι πολυετής πόα, με βλαστό ισχυρό κυλινδρικό, ύψους 40 80 εκ., με βολβό… …   Dictionary of Greek

  • αχίλλεια — Πολυετής πόα της οικογένειας των συνθέτων. Επιστημονικά ονομάζεται α. η χιλιόφυλλη. Κοινό είδος της ελληνικής χλωρίδας, φυτρώνει πολλές φορές, με τον χαρακτήρα του ζιζανίου, στους αγρούς, τις βοσκές και κατά μήκος των δρόμων. Ελαφρώς εύοσμη, έχει …   Dictionary of Greek

  • αχυρανθές — Πολυετές καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των αμαραντιδών, με πολλές ποικιλίες που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από το ύψος (20 60 εκ.) και το χρώμα των φύλλων (συνδυασμοί του κόκκινου, πράσινου και κίτρινου). Τα εντυπωσιακά χρώματα του φυλλώματος… …   Dictionary of Greek

  • γόμφρενα — (gomphrena).Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των δικοτυλήδονων αμαραντιδών, ιθαγενών των θερμών περιοχών της Αμερικής και της Αυστραλίας. Από τα 70 είδη του γένους γνωστότερο είναι η γ. η σφαιρική,μονοετές ποώδες… …   Dictionary of Greek

  • εσχολτζία — (escholtzia). Γένος μονοετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των παπαβεριδών (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει περίπου 120 είδη της Νότιας Αμερικής. Είναι καλλωπιστικά φυτά και στην Ελλάδα είναι γνωστά με την ονομασία κιτρινοπαπαρούνα. Πιο… …   Dictionary of Greek

  • ζίνια — (zinnia). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), ιθαγενών του Μεξικού. Από τα περίπου 20 είδη, τα πιο διαδεδομένα είναι η ζ. η κομψή και η ζ. του Μεξικού, γιατί παρουσιάζουν ανθοκομικό και κηποτεχνικό ενδιαφέρον. Με… …   Dictionary of Greek

  • ιβερίδα — Γένος φυτών της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Συναντώνται στη νότια Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και στη δυτική Ασία. Το γένος περιλαμβάνει ετήσιες ή πολυετείς πόες και φρυγανώδεις θάμνους με φύλλα κατ’ εναλλαγή, ακέραια, οδοντωτά ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»