-
1 παρουσίη
-
2 παρουσίῃ
См. также в других словарях:
παρουσίῃ — παρουσία presence fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 παρουσίη
2 παρουσίῃ
παρουσίῃ — παρουσία presence fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)