Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παρουσιάζομαι

  • 1 представать

    представать
    несов παρουσιάζομαι, ἐμ-<ρανίζομαι:
    \представать перед судом παρουσιάζομαι στό δικαστήριο, παρουσιάζομαι ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου.

    Русско-новогреческий словарь > представать

  • 2 являться

    явля||ться
    несов
    1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):
    \являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·
    2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    3. (оказываться, становиться) είμαι:
    \являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·
    4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:
    \являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον.

    Русско-новогреческий словарь > являться

  • 3 появиться

    появиться παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι
    * * *
    παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι

    Русско-греческий словарь > появиться

  • 4 явиться

    явиться 1) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι; φτάνω, έρχομαι (приходить ) 2) (оказаться ) είμαι
    * * *
    1) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι; φτάνω, έρχομαι ( приходить)
    2) ( оказаться) είμαι

    Русско-греческий словарь > явиться

  • 5 открываться

    открываться
    1. ανοίγομαι·
    2. (о ране) ἀνοίγω·
    3. (начинаться) ἀνοίγω (άμετ.), ἀρχίζω·
    4. (перед глазами) φαίνομαι, παρουσιάζομαι:
    перед нами открывается красивый вид μπροστά μας απλώνεται ωραία θέα*
    5. (обнаруживаться) έκδηλοϋμαι (о болезни, эпидемии)/ παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, φαίνομαι (о случае, возможности и от. п.)·
    6. (открывать свои мысли) εκμυστηρεύομαι, ανοίγομαι σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > открываться

  • 6 показываться

    показывать||ся
    φαίνομαι, ἐμφανίζομαι / παρουσιάζομαι (появляться):
    \показыватьсяся кому́-л. на глаза παρουσιάζομαι μπροστά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > показываться

  • 7 появляться

    появ||ляться
    несов ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, ἐκδηλώνομαι:
    внезапно \появлятьсялиться παρουσιάζομαι ξαφνικά· \появлятьсяляться на поверхности βγαίνω στήν ἐπιφάνεια· ◊ \появлятьсяляться на свет ἐμφανίζομαι, γεννιέμαι, ἔρχομαι στό,φῶς.

    Русско-новогреческий словарь > появляться

  • 8 предстать

    -стану, -станешь, προστκ. предстань ρ.σ. παρουσιάζομαι., εμφανίζομαι μπροστά•

    предстать перед судом παρουσιάζομαι μπροστά στο δικαστήριο•

    предстать перед зрителями εμφανίζομαι μπροστά στους θεατές.

    Большой русско-греческий словарь > предстать

  • 9 явить

    явлю, явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. явленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εμφανίζω, δείχνω, αποκαλύπτω•

    он -ил собой пример беспристрастия αυτός έδειξε παράδειγμα αμεροληψίας.

    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι, προσέρχομαι•

    он не -лся в суд αυτός δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο•

    вовремя явить на заседание έρχομαι έγκαιρα στη συνεδρίαση•

    явить в назначенный час παρουσιάζομαι στην καθορισμένη ώρα.

    2. γεννιέμαι, βλέπω το φως της μέρας, έρχομαι στον κόσμο.
    3. γίνομαι αιτία•

    простуда -лась причиной болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστιας.

    || είμαι, υπάρχω. || μτφ. εμφανίζομαι, έρχομαι•

    у меня -лась мысль μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•

    -лись сомнения άρχισαν οι αμφιβολίες•

    ей -лась радость της ήρθε χαρά. (αυτή χάρηκε)•

    -лась возможность παρουσιάστηκε η δυνατότητα.

    Большой русско-греческий словарь > явить

  • 10 возникать

    (начинаться) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, αρχίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возникать

  • 11 появляться

    1. (зрительно) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. (возникать) εμφανίζομαι 3. (случаться, происходить) εκδηλώνομαι, συμβαίνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > появляться

  • 12 показать

    показать, показывать δείχνω· покажите, пожалуйста! δείξτε μου, παρακαλώ! \показаться 1) см. казаться 1,2· мне показалось, что... μου φάνηκε πως... 2) (возникать) παρουσιάζομαι
    * * *
    = показывать

    покажи́те, пожа́луйста! — δείξτε μου, παρακαλώ!

    Русско-греческий словарь > показать

  • 13 показаться

    1) см. казаться 1), 2)

    мне показа́лось, что… — μου φάνηκε πως…

    2) ( возникать) παρουσιάζομαι

    Русско-греческий словарь > показаться

  • 14 представить

    представить 1) (кого-л. кому-л.) παρουσιάζω, παριστάνω 2) (вообразить) φαντάζομαι \представиться (кому-л.) παρουσιάζομαι
    * * *
    1) (кого-л. кому-л.) παρουσιάζω, παριστάνω
    2) ( вообразить) φαντάζομαι

    Русско-греческий словарь > представить

  • 15 представиться

    (кому-л.) παρουσιάζομαι

    Русско-греческий словарь > представиться

  • 16 возникать

    возник||ать
    несов ἀναφύομαι, ἐγείρομαι/ ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (появляться)/ γεννώμαι (зарождаться):
    \возникатьают новые города ἀνεγείρονται (или χτίζονται) νέες πόλεις· у иее возникло сомнение. τής γεννήθηκε ἡ ἀμφιβολία· у меня возникла мысль μοῦ ήλθε ἡ ἰδέα· \возникатьают новые трудности παρουσιάζονται καινούριες δυσκολίες.

    Русско-новогреческий словарь > возникать

  • 17 вселиться

    вселить||ся
    1. (поселяться) ἐγκαθί-σταμαι·
    2. перен παρουσιάζομαι, γεννιέμαι.

    Русско-новогреческий словарь > вселиться

  • 18 вскакивать

    вскакивать
    несов
    1. (на что-л.) πηδῶ:
    \вскакивать на коня πηδώ στ' ᾶλογο·
    2. (быстро вставать) τινάζομαι, ἀναπηδῶ, πετιέμαι ἀπάνω, ἀνασκιρτῶ·
    3. (о шишке и т. п.) разг βγαίνω, παρουσιάζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > вскакивать

  • 19 вставать

    вставать
    несов
    1. (подниматься на ноги) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, σηκώνομαι ὀρθιος:
    \вставать из-за стола σηκώνομαι ἀπ· τό τραπέζι·
    2. (на что-л.) ἀνεβαίνω, σκαρφαλώνω·
    3. перен (на защиту и т. п.) ὁρθώνομαι, ξεσηκώνομαι, ἀνίσταμαι, ὀρθοῦμαι·
    4. (о солнце) ἀνατέλλω, βγαίνω·
    5. (возникать) παρουσιάζομαι, ἐμφανίζομαι, ἐγείρομαι·
    6. (наступать на что-л.) πατώ, στέκω, πατώ τό πόδι μου:
    \вставать на ковер πατώ στό χαλί·
    7. (останавливаться) σταματώ· ◊ \вставать на учет ἐγγράφομαι· \вставать с левой йоги ξυπνώ ἄκε-φος· \вставать на чьем-л. пути μπαίνω ἐμπόδιο.

    Русско-новогреческий словарь > вставать

  • 20 выдавать

    выдавать
    несов, выдать сов Ϊ. (что-либо) δίνω, παραδίνω, ἐγχειρίζω/ διανέμω, μοιράζω (распределять)·
    2. (властям) παραδίνω, ἐκδίδω·
    3. (предавать, доносить) καταγγέλλω, προδίνω·
    4. (обнаруживать) ἀποκαλύπτω, φανερώνω:
    \выдавать себя ἀποκαλύπτομαι, προδίνομαι·
    5. (за что-л. или за кого-л.):
    \выдавать чужую работу за свой παρουσιάζω ξένη δουλειά γιά δική μου· \выдавать себя за профессора κάνω τόν καθηγητή, παρουσιάζομαι γιά καθηγητής· ◊ \выдавать замуж παντρεύω.

    Русско-новогреческий словарь > выдавать

См. также в других словарях:

  • παρουσιάζομαι — παρουσιάζομαι, παρουσιάστηκα, παρουσιασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλληλοπαρουσιάζομαι — παρουσιάζομαι, συνιστώμαι από κάποιον σε άλλον ή άλλους και ταυτόχρονα τόν παρουσιάζω εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + παρουσιάζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • είσειμι — εἴσειμι (Α) 1. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον («οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι») 2. (για χορό ή υποκριτές) παρουσιάζομαι στη σκηνή 3. (για δημόσιους αγορητές ή δικαστές) εμφανίζομαι στο δικαστήριο, στην εκκλησία τού δήμου 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… …   Dictionary of Greek

  • εμφαίνω — (AM ἐμφαίνω) 1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου») 2. απρόσ. εμφαίνεται φαίνεται, είναι φανερό μσν. 1. (για φως) εκπέμπω 2. σχηματίζω 3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι 4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • παρέρχομαι — ΝΜΑ 1. (για χρόνο ή σε αναφορά με αυτόν) περνώ, φεύγω, κυλώ (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι», Ηρόδ.) 2. (για γεγονότα ή καταστάσεις) περνώ και χάνομαι, εξουδετερώνομαι, δεν υπάρχω πια (α.… …   Dictionary of Greek

  • συμπαραγίγνομαι — και συμπαραγίνομαι, Α (αποθ.) 1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.) 2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον 3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω …   Dictionary of Greek

  • έξειμι — (I) ἔξειμι (AM) [είμι] φεύγω, αναχωρώ αρχ. 1. βγαίνω, βγαίνω από το σπίτι («ἐξιέναι μεγάρων», Ομ. Οδ.) 2. εγκαταλείπω μια υπηρεσία («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.) 3. εκστρατεύω («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», Ξεν.) 4. βαδίζω,… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»