-
1 παροτρυνω
-
2 παροτρύνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παροτρύνω
-
3 παροτρύνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παροτρύνω
-
4 παροτρύνω
(αόρ. παρώτρυνα) μετ.1) побуждать, подталкивать, поощрять; подбадривать; 2) подстрекать -
5 παροτρύνω
побуждать, подстрекать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παροτρύνω
-
6 παροτρύνω
[паротрино] ρ побуждать, подстрекал», поощрять. -
7 παρορμώ
-
8 3951
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3951
См. также в других словарях:
παροτρύνω — παροτρύνω, παρότρυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παροτρυνῶ — παροτρύνω fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρύνω — παροτρύ̱νω , παροτρύνω aor subj act 1st sg παροτρύ̱νω , παροτρύνω pres subj act 1st sg παροτρύ̱νω , παροτρύνω pres ind act 1st sg παροτρύ̱νω , παροτρύνω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρύνω — ΝΜΑ παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω αρχ. (ως ιατρ. όρος) μετατοπίζω («ἱκανὴ τὰς ὑστέρας παροτρῡναι ἤν ἔχωσί τι φλαῡρον» ικανή να μετακινήσει τις μήτρες αν έχουν κάποια αδυναμία, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀτρύνω «παρακινώ»] … Dictionary of Greek
παροτρύνω — παρότρυνα, παροτρύνθηκα, προτρέπω, παρακινώ, ενθαρρύνω: Συχνά πρέπει να παροτρύνονται οι αναποφάσιστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροτρυνοῦσι — παροτρύνω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) παροτρύνω fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρυνούσης — παροτρύνω fut part act fem gen sg (attic epic) παροτρῡνούσης , παροτρύνω pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρῦνον — παροτρύνω pres part act masc voc sg παροτρύνω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωτρυμμένον — παροτρύνω perf part mp masc acc sg παροτρύνω perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρυνθείς — παροτρύνω aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρυνθῆναι — παροτρύνω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)