-
1 παροριζω
1) преступать границу, выходить за (свои) пределы Anth.2) извергатьτέν θάλατταν ἐκ πυρὸς ἡγοῦνται καὴ παρωρισμένην Plut. — (египтяне) считают, что море выделилось из огня
См. также в других словарях:
παρορίζω — Α [ορίζω] 1. προσδιορίζω, καθορίζω 2. εξέρχομαι από τα όριά μου, καταπατώ γειτονικό κτήμα 3. παθ. παρορίζομαι α) εκτοπίζομαι, εξορίζομαι β) (για κτήμα) εκτείνομαι … Dictionary of Greek
παρορίζει — παρορίζω limit pres ind mp 2nd sg παρορίζω limit pres ind act 3rd sg παρορίζω limit pres ind mp 2nd sg παρορίζω limit pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορίσαι — παρορίζω limit aor inf act παρορίσαῑ , παρορίζω limit aor opt act 3rd sg παρορίζω limit aor inf act παρορίσαῑ , παρορίζω limit aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορισθέν — παρορίζω limit aor part pass neut nom/voc/acc sg παρορίζω limit aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορίζειν — παρορίζω limit pres inf act (attic epic) παρορίζω limit pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορίζεται — παρορίζω limit pres ind mp 3rd sg παρορίζω limit pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορίζοντες — παρορίζω limit pres part act masc nom/voc pl παρορίζω limit pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορίζων — παρορίζω limit pres part act masc nom sg παρορίζω limit pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωρισμένην — παρορίζω limit perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρώρισε — παρορίζω limit aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορισμός — ὁ, Α [παρορίζω] μετακίνηση τών ορίων, τών συνόρων μεταξύ κτημάτων, καταπάτηση γειτονικού κτήματος … Dictionary of Greek