Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

παρορμήσῃ

  • 1 παρορμήση

    παρορμήσηι, παρόρμησις
    urging on: fem dat sg (epic)
    παρορμάω
    urge on: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
    παρορμάω
    urge on: aor subj act 3rd sg (attic ionic)
    παρορμάω
    urge on: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
    παρορμάω
    urge on: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
    παρορμάω
    urge on: aor subj act 3rd sg (attic ionic)
    παρορμάω
    urge on: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
    παρορμέω
    lie at anchor beside: aor subj mid 2nd sg
    παρορμέω
    lie at anchor beside: aor subj act 3rd sg
    παρορμέω
    lie at anchor beside: fut ind mid 2nd sg
    παρορμέω
    lie at anchor beside: aor subj mid 2nd sg
    παρορμέω
    lie at anchor beside: aor subj act 3rd sg
    παρορμέω
    lie at anchor beside: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > παρορμήση

  • 2 παρορμήσῃ

    παρορμήσηι, παρόρμησις
    urging on: fem dat sg (epic)
    παρορμάω
    urge on: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
    παρορμάω
    urge on: aor subj act 3rd sg (attic ionic)
    παρορμάω
    urge on: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
    παρορμάω
    urge on: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
    παρορμάω
    urge on: aor subj act 3rd sg (attic ionic)
    παρορμάω
    urge on: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
    παρορμέω
    lie at anchor beside: aor subj mid 2nd sg
    παρορμέω
    lie at anchor beside: aor subj act 3rd sg
    παρορμέω
    lie at anchor beside: fut ind mid 2nd sg
    παρορμέω
    lie at anchor beside: aor subj mid 2nd sg
    παρορμέω
    lie at anchor beside: aor subj act 3rd sg
    παρορμέω
    lie at anchor beside: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > παρορμήσῃ

  • 3 παρόρμηση

    1) compulsion
    2) urge

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παρόρμηση

См. также в других словарях:

  • παρόρμηση — η / παρόρμησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρορμώ (Ι)] παρακίνηση, προτροπή νεοελλ. (ψυχολ.) έντονη και ακατανίκητη τάση, ενσυνείδητη ή υποσυνείδητη, για την εκτέλεση συγκεκριμένης πράξης, συνήθως σε συνδυασμό με έλλειψη επαρκών αναστολών …   Dictionary of Greek

  • παρόρμηση — η 1. παρακίνηση, προτροπή. 2. (ψυχολ.), ζωηρή εσωτερική τάση για κάτι: Οι κινητικές παρορμήσεις είναι ασυνείδητες κινητικές ενέργειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρορμήσῃ — παρορμήσηι , παρόρμησις urging on fem dat sg (epic) παρορμάω urge on aor subj mid 2nd sg (attic ionic) παρορμάω urge on aor subj act 3rd sg (attic ionic) παρορμάω urge on fut ind mid 2nd sg (attic ionic) παρορμάω urge on aor subj mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… …   Dictionary of Greek

  • διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Φόρτις, Λεόνε — (Frtis, Τεργέστη 1824 – Ρώμη 1896). Ιταλός πατριώτης και συγγραφέας. Έλαβε μέρος στην άμυνα της Ρώμης και με τα γραπτά του καταπολέμησε τα καταπιεστικά μέτρα της αυστριακής εξουσίας. Εξορίστηκε στην Τεργέστη, το 1857, για άρθρο που έγραψε στην… …   Dictionary of Greek

  • άμπωσμα — το [αμπώθω] 1. ώθηση, απώθηση 2. καθέλκυση πλοίου 3. προτροπή, παρόρμηση …   Dictionary of Greek

  • έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… …   Dictionary of Greek

  • έμπνευση — η (AM ἔμπνευσις) 1. παρακίνηση, παρόρμηση για κάτι 2. θεία φώτιση, θεοπνευστία νεοελλ. 1. αιφνίδια δημιουργία μιας ιδέας χωρίς παρεμβολή τής βουλήσεως («ξαφνικά μού ήρθε η έμπνευση να τόν ρωτήσω») 2. ποιητική, λογοτεχνική ή καλλιτεχνική σύλληψη… …   Dictionary of Greek

  • έναυσμα — το (Α ἔναυσμα) 1. ό,τι χρησιμεύει για άναμμα, το προσάναμμα 2. μτφ. ό,τι διεγείρει, ό,τι χρησιμεύει για εξέγερση ή παρόρμηση 3. (πυροβ.) το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η μετάδοση πυρός σε μία γόμωση εκρηκτικής ύλης ή και η ενίσχυση τού πυρός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»