Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παροργισμός

См. также в других словарях:

  • παροργισμός — provocation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροργισμός — ὁ, ΜΑ [παροργίζω] η ψυχική κατάσταση τής οργής η οποία έχει προκληθεί από κάποια αιτία («ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος ας έχετε κατευνάσει την οργή σας, ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • παροργισμός — ο βλ. παρόργιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροργισμοῖς — παροργισμός provocation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροργισμοί — παροργισμός provocation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροργισμοῦ — παροργισμός provocation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροργισμούς — παροργισμός provocation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροργισμῷ — παροργισμός provocation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροργισμόν — παροργισμός provocation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόργιση — η [παροργίζω] ο παροργισμός …   Dictionary of Greek

  • ԶԱՅՐԱՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0711 Chronological Sequence: Early classical գ. παροργισμός, μα concitatio ad iram Գրգռութիւն ʼի զայրոյթ. եւ Ցասումն. *Վասն զայրացութեանցն, որովք զայրացոյց զնա Մանասէ. ՟Դ. Թագ. ՟Ի՟Գ. 26 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»