-
1 παροξυντικος
31) обладающий побудительной силой, являющийся стимулом, поощряющий, побуждающий(εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.)
2) раздражающий Isocr.3) легко возбуждающийся, чуткий(τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.)
-
2 παροξυντικός
παροξυντικόςfit for inciting: masc nom sg -
3 παροξυντικός
η, ό[ν]1) раздражающий, обостряющий; 2) мед вызывающий пароксизм, приступ; сопровождаемый приступом -
4 παροξυντικός
A fit for inciting or urging on,εἴς τι X.Cyr.2.4.29
;λόγοι π. πρός τι D.20.105
;ἐπί τι Plu.Pomp.37
.2 exasperating, provoking, Isoc.1.31 : Medic., aggravating bad symptoms, Hp.Prorrh.1.50. Adv. [suff] παροξ-κῶς Plu.2.21a.III π. ἡμέρα day of the fit in intermittent fevers, Gal. 7.340.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροξυντικός
-
5 παροξυντικός
παρ-οξυντικός, ή, όν, zum Antreiben gehörig, ermunternd; auch zum Zorne -
6 παροξυντικά
παροξυντικόςfit for inciting: neut nom /voc /acc plπαροξυντικά̱, παροξυντικόςfit for inciting: fem nom /voc /acc dualπαροξυντικά̱, παροξυντικόςfit for inciting: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 παροξυντικόν
παροξυντικόςfit for inciting: masc acc sgπαροξυντικόςfit for inciting: neut nom /voc /acc sg -
8 παροξυντικαί
παροξυντικόςfit for inciting: fem nom /voc pl -
9 παροξυντικοί
παροξυντικόςfit for inciting: masc nom /voc pl -
10 παροξυντικούς
παροξυντικόςfit for inciting: masc acc pl -
11 παροξυντική
παροξυντικόςfit for inciting: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 παροξυντικήν
παροξυντικόςfit for inciting: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 παροξυντικών
παροξυντικόςfit for inciting: fem gen plπαροξυντικόςfit for inciting: masc /neut gen pl -
14 παροξυντικῶν
παροξυντικόςfit for inciting: fem gen plπαροξυντικόςfit for inciting: masc /neut gen pl -
15 παροξυντική
-
16 παροξυντικῇ
-
17 παροξυντικής
-
18 παροξυντικῆς
-
19 παροξυντικαίς
-
20 παροξυντικαῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παροξυντικός — fit for inciting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… … Dictionary of Greek
παροξυντικά — παροξυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc pl παροξυντικά̱ , παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc/acc dual παροξυντικά̱ , παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικῶν — παροξυντικός fit for inciting fem gen pl παροξυντικός fit for inciting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικόν — παροξυντικός fit for inciting masc acc sg παροξυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικαῖς — παροξυντικός fit for inciting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικαί — παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικοῖς — παροξυντικός fit for inciting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικοί — παροξυντικός fit for inciting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικοῦ — παροξυντικός fit for inciting masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικούς — παροξυντικός fit for inciting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)