Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παροξυντικός

См. также в других словарях:

  • παροξυντικός — fit for inciting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… …   Dictionary of Greek

  • παροξυντικά — παροξυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc pl παροξυντικά̱ , παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc/acc dual παροξυντικά̱ , παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικῶν — παροξυντικός fit for inciting fem gen pl παροξυντικός fit for inciting masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικόν — παροξυντικός fit for inciting masc acc sg παροξυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικαῖς — παροξυντικός fit for inciting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικαί — παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικοῖς — παροξυντικός fit for inciting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικοί — παροξυντικός fit for inciting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικοῦ — παροξυντικός fit for inciting masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικούς — παροξυντικός fit for inciting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»