Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παρονομασθεῖσαν

См. также в других словарях:

  • παρονομασθεῖσαν — παρονομάζω call with a slight change of name aor part pass fem acc sg παρονομάζω call with a slight change of name aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρονομάζω — Α 1. ονομάζω κάτι με ονομασία ελαφρά αλλοιωμένη, αλλάζω ελαφρά το όνομα κάποιου («Ἀκτικὴν τὴν νῡν Ἀττικήν παρονομασθεῑσαν», Στράβ.) 2. παράγω, σχηματίζω ένα όνομα από άλλο 3. παθ. παρονομάζομαι παίρνω παρωνύμιο, παρατσούκλι 4. προσθέτω σε κάποιον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»