-
1 παροινικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροινικός
-
2 παροινικώτατος
παροινικόςaddicted to wine: masc nom superl sg -
3 πάροινος
πάροιν-ος, ον,A = παροινικός, Pratin.Lyr.1.8. Lys.4.8, Antiph. 146, etc. ; μάχαι π. Anacreont.40.12 ; τὸ σὸν π. Men.Pk. 444. Adv. - νως Poll.6.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάροινος
См. также в других словарях:
παροινικός — ή, όν, Α [πάροινος] οινοπότης, μέθυσος ή αυτός που ασχημονεί στο μεθύσι του. επίρρ... παροινικῶς Α με συμπεριφορά μέθυσου, ασχημονώντας σαν μέθυσος … Dictionary of Greek
παροινικώτατος — παροινικός addicted to wine masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)