-
1 παροδύρομαι
παροδύρομαι, daneben beklagen, beweinen, τὰ οἰκεῖα πάϑη, D. Cass. 43, 19.
-
2 παροδύρομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροδύρομαι
-
3 παροδύρομαι
παροδύρομαι, daneben beklagen, beweinen
См. также в других словарях:
παροδύρομαι — Α οδύρομαι επί πλέον ή μαζί με άλλον, θρηνώ, κλαίω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀδύρομαι «θρηνώ»] … Dictionary of Greek